κοσμίας

κοσμίας
κοσμίᾱς , κόσμιος
well-ordered
fem acc pl
κοσμίᾱς , κόσμιος
well-ordered
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ГАРМОСИНЫ —    • Άρμόσuνοι,          учреждение в Спарте для наблюдения за нравами женщин (ε̉πὶ τη̃ς ευ̉κοσμίας τω̃ν γuναικω̃ν) …   Реальный словарь классических древностей

  • κόσμιος — α, ο, θηλ. και κοσμία (ΑM κόσμιος, ία, ον, Α και κόσμιος, ον) [κόσμος] 1. ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός (α. «κόσμια εμφάνιση» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ευπρεπής, σεμνός, φρόνιμος (α. «κόσμιος άνθρωπος» β. «δεῑ… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • σωφρονιστής — ο, ΝΑ [σωφρονίζω] 1. αυτός που τιμωρεί κάποιον για να τόν σωφρονίσει («σωφρονισταὶ ὄντες οὐ πολέμιοι», Πλάτ.) 2. (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους δέκα αιρετούς άρχοντες που είχαν αναλάβει την επίβλεψη τής κόσμιας συμπεριφοράς τών νέων …   Dictionary of Greek

  • διαλαμβάνω — αναφέρομαι σε κάτι, το περιλαμβάνω σε κάποιο κείμενο: Το άρθρο διαλαμβάνει το θέμα της κόσμιας συμπεριφοράς στα σχολεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”